αποθινούμαι

αποθινούμαι
ἀποθινοῡμαι (-όομαι) (Α)
αποφράζομαι με πηλό ή άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + θις, θινός «σωρός, ιδίως αμμώδης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”